- λιμοδοξία
- λιμοδοξία, ἡ (Α) [λιμοδοξώ]υπερβολική επιθυμία δόξας, μεγάλη φιλοδοξία, δοξομανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιμοδοξίαις — λιμοδοξία craving for fame fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)